- απόσπαση
- η (Α ἀπόσπασις)αποκοπή, αποχωρισμόςνεοελλ.προσωρινή τοποθέτηση υπαλλήλου ή στρατιωτικού από την οργανική του θέση σε άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόσπαση — η 1. αποκοπή, αποχωρισμός: Νομίζει ότι θα λύσει τα προβλήματά του με την απόσπαση μερικών χρημάτων από τους γονείς του. 2. προσωρινή τοποθέτηση στρατιωτικού ή υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία: Πήρε απόσπαση για την κεντρική υπηρεσία του υπουργείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσπάσῃ — ἀποσπάσηι , ἀπόσπασις anulsion fem dat sg (epic) ἀποσπά̱σῃ , ἀποσπάω tear aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἀποσπά̱σῃ , ἀποσπάω tear aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀποσπά̱σῃ , ἀποσπάω tear fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀποσπάω tear aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια … Dictionary of Greek
λακτίδιο — το χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που παράγεται κατά την απόσπαση δύο μορίων νερού από δύο μόρια γαλακτικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lactide < lact (< λατ. lac, tis) + ide < anhydr ide, κατ απόσπαση] … Dictionary of Greek
μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… … Dictionary of Greek
φυρός — ή, ό / φυρός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του 2. φρ. α) «φυρό μυαλό» αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια β) «φυρό παράθυρο [ή ξύλο]» παράθυρο [ή ξύλο] που έχει συρρικνωθεί αρχ. ο φυρόχρωμος*.… … Dictionary of Greek
αποκαρβοξυλίωση — Αντίδραση χημική που έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση διοξειδίου του άνθρακα από μία οποιαδήποτε ένωση. Ένας χαρακτηριστικός τύπος α. είναι η απόσπαση μίας ή περισσότερων καρβοξυλικών ομάδων από ένα μόριο οργανικού οξέος με τον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
εξόρυξη — η 1. εκσκαφή, ξέχωμα, απόσπαση πράγματος από το βάθος της γης: Εξόρυξη πετροκάρβουνου. 2. απόσπαση από οπουδήποτε, βγάλσιμο: Εξόρυξη ματιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)